- ανάγραπτος
- ος , ον написанный для всеобщего обозрения;
νόμος ανάγραπτος — закон, написанный на колонне, стене
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νόμος ανάγραπτος — закон, написанный на колонне, стене
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάγραπτος — ἀνάγραπτος, ον (ΑΜ) [ἀναγράφω] ο καταχωρισμένος σε έγγραφο αρχ. 1. γραμμένος σε επίσημο κείμενο, εμπεριεχόμενος σε δημόσια επιγραφή «εὐεργεσία ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἐς αἰεί ἀνάγραπτος» (Θουκ. 1, 129) 2. απαθανατισμένος, ένδοξος 3. σημειωμένος με… … Dictionary of Greek
ἀνάγραπτος — recorded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάγραπτον — ἀνάγραπτος recorded masc/fem acc sg ἀνάγραπτος recorded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγράπτοις — ἀνάγραπτος recorded masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγράπτου — ἀνάγραπτος recorded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγράπτους — ἀνάγραπτος recorded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγράπτων — ἀνάγραπτος recorded masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγράπτῳ — ἀνάγραπτος recorded masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάγραπτα — ἀνάγραπτος recorded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάγραπτοι — ἀνάγραπτος recorded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
HIERODULUS — Graece Ι῾ερόδούλος, aedituus, sacrorum minister Strab l. XI. p. 535. ἱεροδούλους γυναῖκαι vocat mulieres Deo vel Deae alicui consecratas. Cuiusmodi Hierodulas Veneris Corinthiae κατάκλείςτους ἑταῖρας appellat. Hesych. ex menre Casaub. ut infra… … Hofmann J. Lexicon universale